αναγορεύομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Verb
αναγορεύομαι • (anagorévomai) passive (past αναγορεύτηκα/αναγορεύθηκα, active αναγορεύω)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
αναγορεύομαι • (anagorévomai) passive (past αναγορεύτηκα/αναγορεύθηκα, active αναγορεύω)
This verb needs an inflection-table template.