βασικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
Etymology
Ancient Greek βάση (básē) + -ικός (-ikós).
Adjective
βασικός • (vasikós) m (feminine βασική, neuter βασικό)
- basic, essential, fundamental, primary
- βασικό αμινοξύ ― vasikó aminoxý ― essential amino acid
Declension
Declension of βασικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασικός • | βασική • | βασικό • | βασικοί • | βασικές • | βασικά • |
genitive | βασικού • | βασικής • | βασικού • | βασικών • | βασικών • | βασικών • |
accusative | βασικό • | βασική • | βασικό • | βασικούς • | βασικές • | βασικά • |
vocative | βασικέ • | βασική • | βασικό • | βασικοί • | βασικές • | βασικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασικότερος • | βασικότερη • | βασικότερο • | βασικότεροι • | βασικότερες • | βασικότερα • |
genitive | βασικότερου • | βασικότερης • | βασικότερου • | βασικότερων • | βασικότερων • | βασικότερων • |
accusative | βασικότερο • | βασικότερη • | βασικότερο • | βασικότερους • | βασικότερες • | βασικότερα • |
vocative | βασικότερε • | βασικότερη • | βασικότερο • | βασικότεροι • | βασικότερες • | βασικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βασικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βασικότατος • | βασικότατη • | βασικότατο • | βασικότατοι • | βασικότατες • | βασικότατα • |
genitive | βασικότατου • | βασικότατης • | βασικότατου • | βασικότατων • | βασικότατων • | βασικότατων • |
accusative | βασικότατο • | βασικότατη • | βασικότατο • | βασικότατους • | βασικότατες • | βασικότατα • |
vocative | βασικότατε • | βασικότατη • | βασικότατο • | βασικότατοι • | βασικότατες • | βασικότατα • |
Synonyms
- στοιχειώδης (stoicheiódis, “basic, fundamental, elementary”)
- υποτυπώδης (ypotypódis, “basic, undeveloped”)
Related terms
- αμινοξύ n (aminoxý, “amino acid”)
- βασικό αμινοξύ n (vasikó aminoxý, “essential amino acid”)
- βασικά (vasiká, “basically”)
- and see: βάση (vási, “base, basis”)