ερυθρός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἐρυθρός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐρυθρός (eruthrós).
Pronunciation
- Hyphenation: ε‧ρυ‧θρός
Adjective
ερυθρός • (erythrós) m (feminine ερυθρά or ερυθρή, neuter ερυθρό)
Declension
Declension of ερυθρός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερυθρός • | ερυθρή • / ερυθρά • | ερυθρό • | ερυθροί • | ερυθρές • | ερυθρά • |
genitive | ερυθρού • | ερυθρής • / ερυθράς • | ερυθρού • | ερυθρών • | ερυθρών • | ερυθρών • |
accusative | ερυθρό • | ερυθρή • / ερυθρά • | ερυθρό • | ερυθρούς • | ερυθρές • | ερυθρά • |
vocative | ερυθρέ • | ερυθρή • / ερυθρά • | ερυθρό • | ερυθροί • | ερυθρές • | ερυθρά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερυθρός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερυθρός, etc.) |
Synonyms
- κόκκινος (kókkinos, “red”) (common, everyday term)
Derived terms
- ερυθρό αιμοσφαίριο n (erythró aimosfaírio, “red blood cell”)
- Ερυθραία f (Erythraía, “Eritrea”)
- Ερυθρά Θάλασσα f (Erythrá Thálassa, “Red Sea”)
Related terms
- ερυθροκύανος (erythrokýanos, “purple”)