Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Analyzed as πολυ- (“much”) + τιμή (“price”).
Adjective
[edit]πολύτιμος • (polýtimos) m (feminine πολύτιμη, neuter πολύτιμο)
Declension
[edit]Declension of πολύτιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολύτιμος • | πολύτιμη • | πολύτιμο • | πολύτιμοι • | πολύτιμες • | πολύτιμα • |
genitive | πολύτιμου • | πολύτιμης • | πολύτιμου • | πολύτιμων • | πολύτιμων • | πολύτιμων • |
accusative | πολύτιμο • | πολύτιμη • | πολύτιμο • | πολύτιμους • | πολύτιμες • | πολύτιμα • |
vocative | πολύτιμε • | πολύτιμη • | πολύτιμο • | πολύτιμοι • | πολύτιμες • | πολύτιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολύτιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολύτιμος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Coordinate terms
[edit]- ακριβός (akrivós, “expensive”)
Further reading
[edit]- πολύτιμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language