Template:el-conjug-2nd-A2A1-A2
Jump to navigation
Jump to search
- The following documentation is located at Template:el-conjug-2nd-A2A1-A2/documentation. [edit]
- Useful links: subpage list • links • redirects • transclusions • errors (parser/module) • sandbox
- This template is intended for 2nd Conjugation verbs of Type A2 (ending -ώ, -άς, -ά), plus a colloquial active ending of Type A1 (ending -άω, -άς, -άει), passive A2
{{el-conjug-2nd-A2}}
(passive -ώμαι). - plus param |p-dependent-2=
- plus param |p-simplepast-2]
- It calls
{{el-conjug-table}}
which formats the table - It also calls various templates (of general form el-conjug-sub---)
- Also see Wiktionary:Greek verb inflection-table templates/Parameters
Example
- The conjugation of εξερευνώ/εξερευνάω (exerevnó/exerevnáo, “explore, investigate”)
- Compare to ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “search, investigate”) with the -άω ending more common.
{{el-conjug-2nd-A2A1-A2 |present=εξερευν |a-simplepast=εξερεύν |infix=ησ |cat=εξερευνώ }}
- gives
εξερευνώ / εξερευνάω, εξερευνώμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξερευνώ, εξερευνάω1 | εξερευνήσω | εξερευνώμαι | εξερευνηθώ |
2 sg | εξερευνάς | εξερευνήσεις | εξερευνάσαι | εξερευνηθείς |
3 sg | εξερευνά, εξερευνάει | εξερευνήσει | εξερευνάται | εξερευνηθεί |
1 pl | εξερευνούμε, εξερευνάμε | εξερευνήσουμε, [‑ομε] | εξερευνόμαστε, {‑ώμεθα} | εξερευνηθούμε |
2 pl | εξερευνάτε | εξερευνήσετε | εξερευνάστε, {‑άσθε} | εξερευνηθείτε |
3 pl | εξερευνούν(ε), εξερευνάνε, εξερευνάν | εξερευνήσουν(ε) | εξερευνώνται | εξερευνηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξερευνούσα | εξερεύνησα | — | εξερευνήθηκα |
2 sg | εξερευνούσες | εξερεύνησες | — | εξερευνήθηκες |
3 sg | εξερευνούσε | εξερεύνησε | {εξερευνάτο} | εξερευνήθηκε |
1 pl | εξερευνούσαμε | εξερευνήσαμε | — | εξερευνηθήκαμε |
2 pl | εξερευνούσατε | εξερευνήσατε | — | εξερευνηθήκατε |
3 pl | εξερευνούσαν(ε) | εξερεύνησαν, εξερευνήσαν(ε) | {εξερευνώντο} | εξερευνήθηκαν, εξερευνηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξερευνώ, θα εξερευνάω ➤ | θα εξερευνήσω ➤ | θα εξερευνώμαι ➤ | θα εξερευνηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξερευνάς, … | θα εξερευνήσεις, … | θα εξερευνάσαι, … | θα εξερευνηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξερευνήσει έχω, έχεις, … εξερευνημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξερευνηθεί είμαι, είσαι, … εξερευνημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξερευνήσει είχα, είχες, … εξερευνημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξερευνηθεί ήμουν, ήσουν, … εξερευνημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξερευνήσει θα έχω, θα έχεις, … εξερευνημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξερευνηθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξερευνημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξερεύνα | εξερεύνησε | — | εξερευνήσου |
2 pl | εξερευνάτε | εξερευνήστε | (εξερευνάστε), {εξερευνάσθε} | εξερευνηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξερευνώντας ➤ | εξερευνώμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξερευνήσει ➤ | εξερευνημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξερευνήσει | εξερευνηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Second forms are colloquial but less common for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||